- γαριάζω
- γάριασα, γαριασμένος1. κιτρινίζω από κακό πλύσιμο.2. λιγδιάζω: Μόλις το φόρεσες το πουκάμισο και το γάριασες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαριάζω — γαριάζω, γάριασα, γαριασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γαριάζω — και γαρίζω (Μ γαρίζω) 1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο») 2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω 3. μελανιάζω απ το κλάμα, γανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και… … Dictionary of Greek
γάριασμα — το [γαριάζω] το λέρωμα … Dictionary of Greek
γαρίζω — βλ. γαριάζω … Dictionary of Greek